ἀκαταχώριστος

ἀκαταχώριστος
ἀκατα-χώριστος, ον,
A undigested,

ὕλη Arist.Pr.949b3

.
II unregistered, Sammelb.5232.33.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ακαταχώριστος — η, ο (Α ἀκαταχώριστος, ον) [καταχωρίζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει καταχωριστεί, δεν έχει γραφεί στη θέση που πρέπει «ακαταχώριστα ονόματα» 2. εκείνος που δεν έχει δημοσιευτεί σε κάποιο έντυπο «ακαταχώριστη αγγελία» αρχ. αυτός που δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • ακαταχώριστος — η, ο (είναι λάθος το ακαταχώρητος) 1. αυτός που δεν καταγράφηκε στη θέση που έπρεπε: Αυτό το κονδύλιο έμεινε ακαταχώριστο στα βιβλία. 2. αυτός που δε δημοσιεύτηκε: Το άρθρο που έστειλα στην εφημερίδα μένει ακόμη ακαταχώριστο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκαταχώριστον — ἀκαταχώριστος undigested masc/fem acc sg ἀκαταχώριστος undigested neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαταχώρητος — η, ο ακαταχώριστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ακαταχώρητος χρησιμοποιείται ενίοτε αντί τού ορθού τ. ακαταχώριστος* από το ρ. καταχωρίζω. Σημειώνεται ότι στη Νέα Ελληνική ρήμα καταχωρώ που θα δικαιολογούσε τ. ακαταχώρητος δεν υπάρχει] …   Dictionary of Greek

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • ακατάγραπτος — η, ο (Α ἀκατάγραπτος, ον) (νεοελλ. και ακατάγραφτος, η, ο) [καταγράφω] 1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να καταγραφεί σε κατάλογο, ο ακαταχώριστος 2. που δεν υπόκειται σε καταγραφή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”